Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Με αφορμή το ‘χαράτσι’: Σκέψεις για μια αριστερή πρόταση στην φορολογική διαχείριση της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας.





Η περσινή  ανακοίνωση του μέτρου της  καθιέρωσης  τέλους ακίνητης περιουσίας  που θα εισπραττόταν  μέσω του λογαριασμού της  ΔΕΗ, είχε πολλά στοιχεία δυσάρεστης έκπληξης . Προφανώς επρόκειτο για μια  βίαιη φορολογική επιβάρυνση που δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή με χαμόγελα από την πλειοψηφία των φορολογούμενων πολιτών.

 Ωστόσο  η παλλαϊκή διαμαρτυρία εναντίον  του συγκεκριμένου μέτρου και η ένταση και η επιμονή  με την οποία καταγράφεται αυτή στην  πολιτική μας καθημερινότητα,  σπρώχνει σε κάποιες δεύτερες σκέψεις: Τόσα και τόσα επώδυνα συμβαίνουν, τόσα και τόσα άδικα, τόσα και τόσα αντιλαϊκά, τόσα και τόσα διαλυτικά τόσο της οικονομικής ζωής, όσο και της κοινωνίας. Γιατί ειδικά αυτό,  που πολύ γρήγορα οικειοποιήθηκε κατ΄ αποκλειστικότητα  την  τιμητική μετωνυμία "χαράτσι", - όρο που παλιότερα χρησιμοποιούταν συνήθως στον πληθυντικό για πολλούς και διαφορετικούς φόρους-, γιατί ειδικά αυτό,  έχει επισύρει  τόσο μεγάλη αντίδραση, τόσο έντονη παρουσία στις   πολιτικές αψιμαχίες:

Βεβαίως περιέχει στοιχεία σοβαρών αδικιών:

Δεν συνδέεται με την αντικειμενική αξία των ακινήτων και συνεπώς  δεν λαμβάνει υπόψη σοβαρές παραμέτρους που καθιστούν ένα φόρο δίκαιο. Τα 30 τ. μ.  ρετιρέ, φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο που φορολογούνται 30 τ.μ υπόγεια αποθήκη. Και το από πεντηκονταετίας   ‘εσωτερικό’  τριαράκι, φορολογείται το ίδιο με την νεόδμητη μεζονέτα που βρίσκεται μόνη της στο μέσον ενός τεράστιου κήπου!

Επιπλέον, ενώ φορολογούνται άγρια οι δομημένες επιφάνειες, μένει στο απυρόβλητο  η ιδιοκτησία της γης. Και, επειδή επιβάλλεται ως  τέλος και όχι ως φόρος, δεν αφαιρείται από τις φορολογικές υποχρεώσεις του κάθε φορολογούμενου,  καταλήγοντας να επιβαρύνει διπλά και τριπλά την ίδια φορολογητέα ύλη. 

Αλλά, εκτός από άδικα κατανεμημένο είναι και "βαρύ".  Σε πολλές περιπτώσεις παράλογα και δυσανάλογα υψηλό για ηλεκτροδοτούμενα κτίρια που, ενώ πράγματι καταλαμβάνουν μεγάλες επιφάνειες,  με κανένα τρόπο η οικονομική τους απόδοση, με οποιονδήποτε τρόπο υπολογισμένη,  δεν δικαιολογεί τόσο βαριά φορολόγηση. Ειδικά, όταν αυτή επιβάλλεται "εν μια νυκτί" και  ο φορολογούμενος  δεν προλαβαίνει να "αντιδράσει",  επιλέγοντας  ίσως έναν χώρο λιγότερων τετραγωνικών για να στεγάσει για παράδειγμα την αποθήκη του, ή το συνεργείο του, το οποίο  θα μπορούσε να έχει προτιμήσει να  στεγάσει σε ένα χώρο μικρότερων διαστάσεων αν εγκαίρως  γνώριζε ότι στα έξοδα συντήρησης  του οικήματος περιλαμβάνεται  και ο φόρος αυτός.  Και όταν ταυτόχρονα  είναι γνωστό ότι αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή που ακόμα και αν κάποιος ήθελε να πουλήσει την ιδιοκτησία του, μη αντέχοντας το φορολογικό της βάρος, αυτό θα ήταν σχεδόν αδύνατο λόγω της παντελούς έλλειψης οποιουδήποτε αγοραστικού ενδιαφέροντος.

Αλλά, είναι αυτοί οι λόγοι που έχουν εκθρέψει και συντηρήσει την  τεράστια αντίδραση στο "χαράτσι";  Νομίζω πως όχι. Ο λόγος είναι άλλος και αφορά την εντελώς ιδιαίτερη σχέση του  ελληνικού πληθυσμού με την  ιδιοκτησία.  Μια σχέση που ενώ παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση όχι μόνο των οικονομικών μεγεθών, αλλά και των πολιτικών στάσεων και αντιλήψεων, ελάχιστα ακούγεται, ελάχιστα συζητιέται. Και  που συμπυκνώνεται στην απλή πρόταση:  «Η ατομική ιδιοκτησία στην Ελλάδα ανέρχεται σε ποσοστό πλέον του 80%, ενώ το αντίστοιχο της ΟΝΕ είναι μόλις 62%»[1].

Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πολιτών είναι ιδιοκτήτες. Μικρών, μεσαίων, ή και τεράστιων τμημάτων ακίνητης περιουσίας, είτε σε γη, είτε σε κτίρια. Πράγμα που  βεβαίως δεν είναι κακό. Αντιθέτως θα μπορούσε να είναι πάρα πολύ καλό. Το κακό προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο αυτό το αντικειμενικό  γεγονός, μαζί με πολλά άλλα,  φαίνεται να απουσιάζει από το οπτικό πεδίο των λαοπρόβλητων αναλύσεων τόσο της Ελληνικής Οικονομίας όσο  και της  Ελληνικής Κοινωνίας.  Με βασικό αποτέλεσμα την παράλογη διαχείριση του.

Δεν θα ασχοληθώ βέβαια εδώ με το σύνολο των θεμάτων που αφορούν αυτή τη σχέση.  Είναι τόσα πολλά που θα μπορούσαν να εξηγήσουν μέγα μέρος τόσο της δυσπραγίας όσο και των κρυφών πλεονεκτημάτων και "δυνατών σημείων" της οικονομικής ζωής στην Ελλάδα, καθώς  και της κοινωνικής, ιδεολογικής και πολιτικής  ζωής. Και φυσικά δεν "χωράνε" σε ένα άρθρο.  Θα επικεντρωθώ σ’ εκείνη μόνο στην πτυχή αυτής της σχέσης που συνδέεται με το τέλος ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών και συνεπώς το γενικότερο  ζήτημα της φορολόγηση της  ιδιοκτησίας στην Ελλάδα.

Λοιπόν, μιλώντας απλά και σύντομα: Ας υποθέσουμε δύο μισθωτούς . Είτε του ιδιωτικού είτε του  δημόσιου τομέα.  Ή ακόμα δύο ελεύθερους επαγγελματίες,  ή αυτοαπασχολούμενους.  Ή δύο μικροεπιχειρηματίες. Οικογενειάρχες ή όχι.  Ο ένας  (Α) έχει σπίτι για να ζει (είτε κληρονομημένο/ παραχωρημένο από την  πατρική οικογένειά του, είτε ακόμα και αγορασμένο  - έστω και με δάνειο - σε παλιότερες εποχές).  Ο δεύτερος (Β) δεν ανήκει σε αυτή την μεγάλη πλειοψηφία των ιδιοκτητών. Ανήκει στο 20 % εκείνων που η τύχη δεν τους χάρισε δωρεάν στέγη, ή ο ίδιος δεν επέλεξε ή δεν μπόρεσε να την αποκτήσει.  Άρα για να στεγαστεί  πρέπει να πληρώνει ενοίκιο. 

Υπολογίζοντας  με έναν μέτριο τρόπο ένα ενοίκιο  400 ευρώ το μήνα,  μας  κάνει μια ετήσια διαφορά στα αναγκαία και ανελαστικά έξοδα για την κάλυψη βασικών αναγκών  της τάξης των  5.ΟΟΟ ευρώ ετησίως. Όμως αυτό το ποσό ισοδυναμεί περίπου με το ήμισυ των ετήσιων αποδοχών της μεγάλης πλειοψηφίας των υπαλλήλων  στην Ελλάδα, είτε του ιδιωτικού, είτε του δημόσιου τομέα, καθώς επίσης και ενός μεγάλου μέρους των καθαρών εισοδημάτων από την εργασία τους πολλών αυτοαπασχολούμενων  ελέυθερων επαγγελματιών ή και μικροεπιχειρηματιών.  

Με ποιό τρόπο αυτή η διαφορά καταγράφεται  είτε στην φορολογική,  είτε στην  μισθολογική νομοθεσία;  Απ΄ όσο γνωρίζω με  κανέναν[2].    Άραγε αυτό δεν συνιστά μια κατάφορη αδικία;  Δεν συνιστά ένα πρόβλημα  που μια υγιώς σκεπτόμενη κοινωνία και ιδιαίτερα μια ορθολογικά σκεπτόμενη  αριστερά, θα   έπρεπε να έχει θέσει εδώ και χρόνια;

Βέβαια, υπάρχει (συγγνώμη, υπήρχε!)  η Εργατική Εστία. Υπήρχαν επίσης οι επιδοτήσεις ενοικίου καθώς και διάφορες άλλες διευκολύνσεις για την  εξασφάλιση ιδιόκτητης στέγης.  Αλλά πόσο όλα αυτά πράγματι εξισώνουν τελικά την κατάσταση των  περιπτώσεων Α και Β που ανέφερα παραπάνω;  Και, ακόμα σοβαρότερο: Πόσο σωστή πολιτική είναι η προσπάθεια ‘τακτοποίησης’ του θέματος με όλα αυτά τα μέτρα τα οποία:

-         Ούτως ή άλλως δεν καλύπτουν έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων (π. χ.  κάποιος με μη μόνιμη εργασία, ή ένας άνεργος, ή ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας, ελάχιστα ή καθόλου μπορεί να ωφεληθεί από αυτά) .

-          Προσανατολίζουν τον κόσμο σε μια "αναγκαστική" σχεδόν απόκτηση σταθερής ιδιόκτητης κατοικίας, την οποία θα μπορούσε  κάποιοι είτε να μη θέλουν, είτε να μη χρειάζονται.

-          Σπρώχνουν σε μια περαιτέρω αύξηση της  τάσης για οικοδόμηση και ιδιοκατοίκηση, σε μια χώρα που ήδη είναι υπερφορτωμένη και από τα δύο αυτά;


Υπήρχαν βέβαια πάντα οι διάφοροι φόροι ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι οποίοι ποτέ δεν ήταν λίγοι, αλλά πάντα ήταν εξαιρετικά "παράξενα" κατανεμημένοι.

Ας  πάρουμε για παράδειγμα την  μείωση του αφορολόγητου για το σύνολο της ακίνητης στις  200.000 ευρώ, όπως νομοθετήθηκε για το 2010. Δηλαδή μια ρύθμιση που έγινε εν μέσω κρίσης και έντονης προδιάθεσης  για περισσότερους φόρους.  Μα η αντικειμενική αξία των 200.000 ευρώ,  σημαίνει ήδη την  ιδιοκτησία μιας σημαντικής ακίνητης περιουσίας. Δεν αντιστοιχεί μόνο στο τριαράκι μιας μέτριας περιοχής, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, υπολογίζοντας το ενοίκιό του περίπου στο επίπεδο των 400 ευρώ μηνιαίως.  Αντιστοιχεί σε δύο ή τρία τριαράκια και πιθανότατα και ένα σπίτι στην εξοχή, για να καλύπτονται και οι ανάγκες διακοπών!

Πού οδηγούν όλες αυτές οι παρατηρήσεις:

1.       Η ‘εθνεγερσία’ εναντίον του χαρατσιού δεν συνιστά τόσο μιαν αντίδραση σε μια προφανή αδικία, όσο  την αντίδραση ενός  πάσχοντος όταν ο γιατρό ς  αγγίξει το επίκεντρο του προβλήματός του.  Η μικρή και μεσαίο ιδιοκτησία στην Ελλάδα, ενόσω  δεν είχε ποτέ φορολογηθεί με σοβαρό και ισορροπημένο τρόπο, ξαφνικά αρχίζει να φορολογείται με μια ιδιαίτερη (και σταθερά άδικη) αγριότητα.  Σε μια χώρα όπου η ύπαρξη της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησία αποτελεί επί δεκαετίες ένα μόνιμα καλά κρυμμένο κοινό μυστικό (και  ως εκ τούτου έχε πρωταγωνιστήσει  υπόγεια στην υποστήριξη  κάθε είδους  κοινωνικών αδικιών) έχει   φτάσει να θεωρείται κάτι σαν φυσικό, προσωπικό, εξωκοινωνικό και εξωπολιτικό δεδομένο: Υπάρχουν άνθρωποι που λένε: «Μα θα μου φορολογήσει το σπίτι μου;!»,  με τον ίδιο τόνο και πεποίθηση που θα έλεγαν «Μα θα μου φορολογήσει τα μάτια μου;!»  

Στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η  μικροϊδιοκτησία είχε καταργηθεί. Στις χώρες του Δυτικού καπιταλισμού είναι κατά πολύ μικρότερη απ ΄ότι στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα είναι και διαδεδομένη και αφορολόγητη!


2.       Θα πρέπει κάποτε να ανοίξει μια  σοβαρή συζήτηση στο πλαίσιο των αυτοαποκαλούμενων αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα,  σχετικά με την επεξεργασία κοινωνικά δίκαιων και τεχνικά αποτελεσματικών τρόπων φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας, Προσωπικά δεν θεωρώ καθόλου κακό στοιχείο την μεγάλη έκταση της μικροϊδιοκτησίας στη χώρα μας. Θεωρώ όμως αναγκαία την λελογισμένη και κοινωνικά δίκαιη  συνδρομή της στα κοινά βάρη.


3.        Όσο αυτή η συζήτηση δεν γίνεται από τις αριστερές δυνάμεις, τόσο την αναλαμβάνουν άλλοι  που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι έχουν είτε την γνώση, είτε την επιθυμία να  διευθετήσουν τα θέματα με τον πιο δίκαιο και συμφέροντα για το σύνολο της  ελληνικής οικονομίας και το πραγματικό τελικό συμφέρον των λαϊκών,  μικροαστικών  αλλά και μεσοαστικών στρωμάτων τρόπο.

  

4.        Η πρόταση που έχει ακουστεί (από το οικονομικό επιτελείο τα Ν. Δ. νομίζω;) για κατάργηση του " χαρατσιού" και φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας  στο σύνολό της με διαφοροποιημένους συντελεστές, είναι στη σωστή κατεύθυνση, και μάλλον, τελικά,  πολύ πιο φιλολαϊκή από την κάθετη άρνηση κάποιων αριστερών δυνάμεων, που "προστατεύουν" την λαϊκή οικογένεια  που  "έχει σπίτι", αφήνοντας στο έλεος  του Θεού και των πάσης φύσης αδικιών την λαϊκή οικογένεια που "δεν έχει σπίτι" και καταλήγοντας έτσι να νομιμοποιούν ως δικαιότερη την φορολόγηση της εργασίας από την φορολόγηση της ιδιοκτησίας.



5.        Η σύνδεση του "χαρατσιού" με τον λογαριασμό της ΔΕΗ προφανώς έχει μειονεκτήματα. Αλλά, βοηθάει  στον εντοπισμό της φορολογητέας ύλης.  Μπορεί  να αποφευχθεί με ην δημιουργία Περιουσιολογίου, το οποίο προφανώς είναι βασική προτεραιότητα αν θέλουμε κάποτε να αρχίσει να διαγράφεται η προοπτική μιας στοιχειωδώς δίκαιης φορολογικής πολιτικής στην Ελλάδα.



Κλείνοντας, και προς αποφυγή παρεξηγήσεων:  Δεν θεωρώ ότι η ακίνητη περιουσία γενικά πρέπει να  συνεχίσει να θεωρείται ο εύκολος στόχος κάθε φορά που το κράτος χρειάζεται  επιπλέον  έσοδα.  Είναι σαφές ότι αυτή τη στιγμή οι φόροι που την επιβαρύνουν είναι πολύ μεγαλύτεροι από αυτό που θα ήταν κοινωνικά δίκαιο και οικονομικά αποτελεσματικό. 

Αλλά επίσης δεν θεωρώ ότι η φορολόγησή της πρέπει να στοχεύει μόνο στην υποτιθέμενη  ‘μεγάλη περιουσία’, αφήνοντας στο απυρόβλητο την εξαιρετικά εκτεταμένη ‘μικρή’ και ‘μεσαία’.

 Η ορθολογική και κοινωνικά δίκαιη διαχείριση του θέματος , με τρόπο απαλλαγμένο από ιδεοληψίες  θα πρέπει να είναι ο βασικός στόχος. Και η εστίαση σε σκεπτικά που εκλαμβάνουν ως βασική αφετηρία τα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας και όχι κάποια "έξωθεν" μοντέλα φορολογικής και οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν  και πέτυχαν ή απέτυχαν σε χώρες με εντελώς διαφορετικά οικονομικά, κοινωνικά , πολιτισμικά και πολιτικά χαρακτηριστικά.

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο "Μεταρρύθμιση" στις 7/8/12

http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=10986


μεταρρ΄θ
[1] Αριστείδης Μπιτζένης, «Είναι ό Έλληνας ο φτωχός συγγενής της Ευρώπης;» Στον ιστότοπο της ‘Μακεδονίας’
[2] Εκτός αν θεωρήσουμε ως επαρκές αντιστάθμισμα το ποσό των 240 ευρώ ετησίως που προέβλεπαν ως έκπτωση ενοικίου οι φορολογικοί νόμοι επί δεκαετίες και που πρόσφατα αντικαταστάθηκε με το 10% της πραγματικής τιμής του ενοικίου, δηλαδή περίπου 500 ευρώ σύμφωνα με τα μεγέθη του παραδείγματος μας εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου