Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Προσοχή στο Κενό!


Μετά από χρόνια πολλά ενασχόλησης με την θεωρία της ψυχανάλυσης, και έχοντας ήδη γράψει κάποια δικά μου κείμενα, που παραμένουν αδημοσίευτα, σχετικά με την εκπαίδευση και την ψυχανάλυση, αισθάνθηκα μια βαθειά ανακούφιση όταν ανακάλυψα αυτό το βιβλίο. Το κεντρικό μήνυμα απ΄ αυτό για μένα είναι ανάλογο με την χαρά ενός ναυαγού που βλέπει κάποια σκιά καραβιού στο βάθος του ορίζοντα: «Υπάρχουν κι άλλοι εκεί πέρα!»
Προσπαθώντας να μοιραστώ τη χαρά μου με τρόπο εποικοδομητικό, μετέφρασα τις πρώτες σελίδες από τον πρόλογο. Αν μη τι άλλο, παίρνει κανείς μια ιδέα του τι σημαίνει έρευνα, λέξη τραγικά γελοιοποιημένη στα καθ΄ ημάς, στις πολιτισμένες χώρες του κόσμου. Προσέξτε την πρώτη πρόταση: Επιστήμονες σχεδόν από παντού. Εκτός από την Ελλάδα!



Minding a gap (Προσέχοντας  το κενό). Karnac Books, 2012

Εισαγωγή: Alan Bainbridge και Linden West



Μετάφραση: Τόνια Παντελαίου



1.       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Τον Δεκέμβριο του 2009, διάφοροι παιδαγωγοί, ψυχοθεραπευτές, και άλλοι, από τις Η.Π. Α, την Σκανδιναβία, τα Γαλλία, την Ιταλία, την Τουρκία, την Ν. Αφρική και την Αυστραλία, συναντήθηκαν σε ένα συνέδριο που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Canterbury Christ Church.

Ο στόχος ήταν να συζητηθούν οι εφαρμογές της ψυχανάλυσης με την ευρύτερη έννοια, στην εκπαίδευση γενικά, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν  την δια βίου μάθηση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και την βασική εκπαίδευση. Αυτό το βιβλίο  προέρχεται από αυτό που εκ των υστέρων μπορεί να θεωρηθεί ένα αξιοσημείωτο συνέδριο που επιζητά να αποτυπώσει τον πολυσύνθετο,  ασύντακτο και παρόλα αυτά δυνητικά απελευθερωτικό χώρο της εκπαίδευσης.

Ένα τέτοιο σχέδιο, που προσπαθεί να συνδέσει τους δύο κόσμους δεν  είναι πρωτοφανές, αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι τα κείμενα που  σχετίζονται με αυτή την ευρεία περιοχή μετριούνται σε δεκάδες και όχι εκατοντάδες. Είναι επίσης σαφές, από μια Βρετανική τουλάχιστον οπτική, ίσως και ευρύτερα, ότι η ψυχαναλυτική σκέψη είχε σχετικά ελαχιστοποιημένη επίδραση ιδιαίτερα στην πρόσφατη εποχή στην εκπαίδευση και στην ευρύτερη  εκπαιδευτική έρευνα. Αυτό το βιβλίο θα προβάλει στοιχεία μιας αυξανόμενης εχθρότητας από πολλούς παιδαγωγούς και πανεπιστημιακούς ερευνητές  απέναντι στους  ισχυρισμούς, τις φιλοδοξίες και τους τρόπους της  να γνωρίζει (η ψυχανάλυση).

Τέτοιες τάσεις μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής περιθωριοποίησης της ψυχανάλυσης, τουλάχιστον με την κλασσική της μορφή: περίπου 150 χρόνια μετά τη γέννηση του Φρόυντ, συχνά αντιμετωπίζεται ως  πεδίο μιας κριτικής βασισμένης επίμονα σε θέματα που αφορούν  κάποιες αρχικές της παραδοχές, κυρίως την ευρέως γνωστή θεωρία των ορμών και τον φθόνο του πέους. Η σημερινή τάση φαίνεται να είναι προς μια διαφορετική κατεύθυνση, μακριά από κάθε επίμονη προσωπική ενασχόληση με το παρελθόν, προς την διαχείριση της αβεβαιότητας του παρόντος, όπως ο κριτικός Honneth (2009) έχει παρατηρήσει.

Επιπλέον η ψυχανάλυση συνήθως παρουσιάζεται από τους επικριτές της ως εάν το κεντρικό ερμηνευτικό της ρεπερτόριο να είχε μείνει καθηλωμένο από την εποχή του Φρόιντ. Στην πραγματικότητα η σύγχρονη ψυχαναλυτική θεωρία έχει μικρή σχέση με αυτά για τα οποία συνήθως επικρίνεται (όπως η υποτιθέμενη παραμέληση του κοινωνικο-πολιτισμικού στοιχείου στην διαδικασία του εξανθρωπισμού) αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί τους επικριτές της.

Η κατάσταση είναι διαφορετική στις Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, σε σχέση με την ψυχανάλυση και την εκπαίδευση. Είναι ίσως οριακά καλύτερη. Υπάρχουν κάποια πανεπιστημιακά τμήματα παιδαγωγικών επιστημών που προσφέρουν κλινικά εργαστήρια με ψυχαναλυτική προσέγγιση, που στοχεύουν στην εμπειρία επαγγελματιών, περιλαμβάνοντας τις ασυνείδητες διαδικασίες όπως η μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση σε χώρους όπως η σχολική τάξη. Αυτή η κλινική παράδοση της επίμονης εστίασης σε τέτοιες διαδικασίες, έχει ενθαρρύνει κάποια σχετική έρευνα που  χρησιμοποιεί για παράδειγμα παρατηρητικές μεθόδους βάθους, και που ξεκινάει από την δουλειά του Esther Bick, καθώς και έντονες συζητήσεις και κείμενα.

 Υπάρχει ένα ενδιαφέρον σε αυτό που ορίζεται ως ψυχικές παράμετροι των σχέσεων μεταξύ δασκάλων και μαθητών, αλλά επίσης και την σχέση όλων προς τα ίδια τα διδακτικά αντικείμενα. Αυτό αφορά και το πώς μαθήματα όπως τα μαθηματικά διδάσκονται και πώς αυτό έχει αλλάξει, φέρνοντας σε κάποιους εκπαιδευτικούς αισθήματα ματαίωσης, ακόμη και τραύματος καθώς οι δικοί τους τρόποι να κατανοούν και να μεταδίδουν τις βάσεις του αντικειμένου τους θεωρούνται αναχρονιστικές. Οι  εκπαιδευτικοί μετά, μπορεί να δραματοποιούν ( act out) σε σχέση με τους μαθητές τους με κυνικό, ακόμα και καταστροφικό τρόπο.

Αλλά, παρόλο που υπάρχει κάποια σχετική έρευνα, οι Γάλλοι πανεπιστημιακοί παιδαγωγοί (κάτω από την ομπρέλα του ηλεκτρονικού περιοδικού Cliopsy) όπως ο C. Blanchard - Laville   Ph. Chaussecourte στο πανεπιστήμιο Paris Ouest Nanterre θεωρούν τους εαυτούς τους όλο και πιο περιθωριακούς στις επιστήμες της εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά, συγκρινόμενη με την δική μας κατάσταση στη Βρετανία, η σύνδεση μεταξύ ψυχανάλυσης και εκπαίδευσης στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παραμένει ισχυρότερη. Αυτό μπορεί επίσης να οφείλεται στην μεγαλύτερη προθυμία της ευρωπαϊκής ερευνητικής παράδοσης να ενδιαφέρεται φιλοσοφικά για αυτό που στα μάτια των Αγγλοσαξόνων υποτιμάται ως έντονα θεωρητικό, μη επιδεχόμενο παρατήρηση, και μη εμπειρικά επαληθεύσιμο. Στη Γερμανία για παράδειγμα, η Γερμανική Εταιρεία  Εκπαιδευτικής Έρευνας, σε αντίθεση με την αντίστοιχη Βρετανική, έχει μια ομάδα με ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον.

Η γενική κατάσταση πάντως, αν και σε διαφορετικό βαθμό στις διάφορες χώρες και πολιτισμικές παραδόσεις είναι ότι η ψυχανάλυση έχει καταστεί περισσότερο περιθωριακή στην εκπαιδευτική βιβλιογραφία. Αυτά τα ιδρύματα στη Βρετανία, όπως Tavistock Clinic στο Λονδίνο, που προσφέρουν ευκαιρίες για ενασχόληση με τους συναισθηματικούς παράγοντες της μάθησης και της διδασκαλίας από μια ψυχαναλυτική προοπτική, αγωνίζονται να στρατολογήσουν δασκάλους και άλλους στα προγράμματά τους, όπως τουλάχιστον αναφέρθηκε σε συζητήσεις του συνεδρίου. Αυτή είναι μια περιοχή όπου οι γνωστικές – συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις έχουν καταστεί κυρίαρχες με το επιχείρημα ότι χρειάζονται λιγότερο χρόνο και είναι φτηνότερες ως θεραπείες και ίσως είναι ευκολότερα αποδεκτές στην εκπαίδευση (δεδομένης της κυριαρχίας των γνωστικά προσανατολισμένων αντιλήψεων για τη μάθηση). Είναι επίσης πιο επιδεκτικές μετρήσεων, όσο αμφίβολο και να είναι μέρος της έρευνας  καθώς και η υποτίμηση σύνθετων ψυχικών αιτίων και της εσωτερικής ζωής.

Το βιβλίο μας προέρχεται από ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για αυτές τις τάσεις και μια επιθυμία να φέρουμε την εκπαίδευση και την ψυχανάλυση σε έναν ανανεωμένο διάλογο κυρίως επειδή το τελευταίο πιστεύουμε μπορεί να διαφωτίσει την σύγχυση, την αταξία και την αμφιθυμία  που πάντα και αναπόφευκτα διαπερνούν την εκπαίδευση. Και με ένα κρίσιμο τρόπο μπορεί να διαφωτίσει περισσότερο το τι σημαίνει να είσαι ένα πρόσωπο και ένας μαθητευόμενος καθώς  και την ιδέα ότι ένα ανθρώπινο όν είναι πάντα διχασμένο από βαθιές εσώτερες ρωγμές, αλλά επίσης «έχει την ικανότητα να ελαχιστοποιεί ή ακόμα και να υπερβαίνει αυτόν τον διχασμό μέσω της ιδίας του αναστοχαστικής δράσης» (Honneth 2009). Η ρωγμή σε αυτή την οπτική είναι το αποτέλεσμα της απώθησης της επιθυμίας που παράγεται από την απόλυτη εξάρτησή μας από τον άλλο (μητέρα) για την επιβίωσή μας καθώς επίσης και μιας απώλειας που παράγεται από  την διαδικασία του χωρισμού τόσο στην αρχαϊκή όσο και στην επόμενη εμπειρία. Για την Βritzman (2009) το πώς το βρέφος διαχειρίζεται αυτή τη ρωγμή, αντιπροσωπεύει την βασική διαδικασία εκπαίδευσης, αυτή που παραμένει για όλη τη διάρκεια της ζωής.

Η φιλοδοξία να οικοδομηθεί ένας διάλογος, δεν  είναι φυσικά κάτι καινούργιο. Πολλοί υποστηρικτές της ψυχαναλυτικής σκέψης πίστευαν ότι προσφέρει βασικές προοπτικές στην κατανόηση τόσο της εκπαίδευσης όσο και της προσωπικότητας. Τόσο η Άννα Φρόιντ (1930) όσο και ο ίδιος ο   Σίγκμουντ Φρόιντ (1925) έγραψαν για την εκπαίδευση. Η Άννα ήταν δασκάλα και εκπαιδευτική πρωτοπόρος. Το 1908 ο Φερέντζι παρουσίασε ένα άρθρο για την σχέση ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την εκπαίδευση στο πρώτο Διεθνές Συνέδριο της Ψυχανάλυσης. Η  Μέλανι Κλάιν (1975) ερεύνησε τo «epistemophilic instinct»[1] στα παιδιά  και τον ρόλο του στην απόκτηση ή αποφυγή της γνώσης. Πατώντας σε αυτό, ο Bion, επεξεργάστηκε ένα μοντέλο μάθησης βασισμένο στις ιδιότητες της αλληλεπίδρασης, που το ονόμασε reverie  ανάμεσα στην μητέρα και το παιδί στα πρώτα στάδια της σχέσης του, όπου η ικανότητα του μωρού να σκεφτεί είναι αποτέλεσμα της ικανότητας της μητέρας να προσεγγίσει  με ενάργεια τις συγκεχυμένες σκέψεις και αισθήματα του βρέφους και να τα επιστρέψει προς αυτό με ευκολοχώνευτους τρόπους. Η ικανότητα για σκέψη και μάθηση ριζώνει στις αρχικές σχέσεις και την ικανότητά τους να αντέξουν το άγχος. Ο Έρικσον εκπαιδεύτηκε ως ψυχαναλυτής και εργάστηκε με νέους ανθρώπους σε εκπαιδευτικές δομές. Και ο Αichhorn δούλεψε σύμφωνα με τις ιδέες της Άννας Φρόιντ για να ιδρύσει κέντρα για νέους με προβλήματα.

Μπορεί επίσης να υποστηριχτεί ότι ο βασικός ρόλος της εκπαίδευσης και της ψυχανάλυσης είναι παρεμφερής, στο ότι η κάθε μια αποζητά να φέρει το άτομο σε μια κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του και να ανοίξει το δρόμο για πιο επεξεργασμένες, και ζωογόνες αποφάσεις. Αλλά, παρά τις καθόλου αμελητέες ομοιότητες στους στόχους, οι δύο κόσμοι έχουν διαχωριστεί και οι ψυχαναλυτικές αντιλήψεις έχουν υποβαθμιστεί.

Πρέπει να κάνουμε σαφές, ότι η ψυχανάλυση, όπως και η εκπαίδευση είναι ένας τεράστιος χώρος, όπως γίνεται σαφές και από τα κεφάλαια (του βιβλίου). Η επιτυχία του συνεδρίου μπορεί να δείχνει μια αυξανόμενη επιθυμία να επανακτήσουμε ένα χώρο στον οποίο το δυναμικό ασυνείδητο –που παραμένει το κεντρικό θέμα στο μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας- μπορεί να γίνει αντικείμενο σκέψης και κατανόησης. Αξιοσημείωτα το συνέδριο έχει ήδη λειτουργήσει ως καταλύτης για πολλές εξελίξεις πέραν του παρόντος βιβλίου.  Σ΄ αυτό περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων μια μεγάλης κλίμακας συνεργασία ανάμεσα στο πανεπιστήμιο Canterbury Christ Church και συναδέλφους στο Τμήμα Επιστημών της εκπαίδευσης στο πανεπιστήμιο Paris Ouest Nanterre. Μία ειδική έκδοση του Γαλλικού ηλεκτρονικού περιοδικού Cliopsy έχει δημιουργηθεί, (Revue Electronique, 6, Οκτωβρίου 11) καθώς και διάφορα άρθρα που συγκρίνουν την έρευνα σε ιδιότητες του ψυχικού και μεταβιβαστικού χώρου σε διάφορες εκπαιδευτικές δομές. 





[1] Αφήνω αμετάφραστο τον όρο που η μετάφρασή του μου φαίνεται προβληματική για πολλούς λόγους. Νομίζω ότι η καλύτερη απόδοση στην Ελληνική γλώσσα, παίρνοντας υπόψη και το γεγονός ότι ο όρος instinct είναι ούτως η άλλως ακατάλληλος και στα Αγγλικά, θα ήταν «επιθυμία για γνώση»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου