Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Τα δικαιώματα των γυναικών, ή η δικαίωση του 'γυναικείου";


 
Υπάρχει ένας τεράστιος χώρος στη ζωή όλων μας που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «προσωπικό». Βεβαίως η λέξη αυτή δεν έχει καμιά επιστημονική εγκυρότητα: δεν έχει ρίζες στην επιστημονική βιβλιογραφία, δεν έχει πλαίσιο αναφοράς άλλο από τη διάκρισή του από το δημόσιο · δηλαδή, το επίσημο, το συζητήσιμο, αυτ που ενδιαφέρει και τους άλλους· τους πολλούς, όλους. Το προσωπικό, σχεδόν αυτονόητα, είναι ταυτισμένο με το μη συζητήσιμο, το μυστικό, το κρυμμένο, αυτό που δεν έχει λόγους να βγει στο φως της μέρας, αυτό που οφείλει κανείς να κρύβει όσο καλύτερα μπορεί, προκειμένου να είναι αξιοπρεπής στους δημόσιους χώρους, σεβαστός στις επιστημονικές συζητήσεις, αποτελεσματικός στις πολιτικές.
Και από την άλλη, τις τελευταίες δεκαετίες, στη φεμινιστική βιβλιογραφία, βλέπει κανείς να διαγράφεται  ένα  παράπονο· ένα αίτημα· μια αγωνία των γυναικών συγγραφέων, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο επιστημονικό χώρο στον οποίο εντάσσονται  ή από τον οποίο προσπαθούν να απενταχθούν· ένα αίτημα συνυπολογισμού του «προσωπικού», του «υποκειμενικού», του «ιδιωτικού», μέσα στο χώρο της δουλειάς τους. Ένα παράπονο: πως δεν μπορούν να αφήνουν στην άκρη τα συναισθήματα κα τα άμεσα βιώματά τους για να ασχοληθούν με την ανάπτυξη καθαρά νοητικών επιχειρημάτων. Μια διαπίστωση: πως, στη δική τους τουλάχιστον ζωή, το βίωμα και η θεωρία, η υποκειμενική θέση και η αντικειμενική άποψη συμπλέουν· ή χρειάζεται, οφείλουν να συμπλεύσουν.  Και μια πρόταση, που εκφράζεται με πολύ διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το θεωρητικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο δουλεύει καθεμιά, αλλά φαίνεται να διατρέχει και να συνδέει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης φεμινιστικής δουλειάς: πως, επιτέλους, το  «προσωπικό» μπορεί να σταματήσει να έχει το ρόλο του σημείου φυγής· μπορεί να ενταχθεί, να αρχίσει να συνυπολογίζεται σε αυτό που λέμε γνώση, σε αυτό που λέμε πολιτική, σε όλα όσα συναπαρτίζουν το χώρο του ανακοινώσιμου, του συζητήσιμου, του σημαντικού.
 Αν είναι αλήθεια πως τα παραδείγματα διασαφηνίζουν, μπορώ να αναφέρω μερικά, χωρίς βεβαίως να ευελπιστώ σε μια αποδεικτική λειτουργία τους, αλλά μονάχα για να δώσω μια εικόνα του εύρους και της ετερότητας των συγκεκριμένων εκφράσεων της τάσης στην  οποία αναφέρομαι:

 Η Christine Gilligan εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δουλεύοντας με τις δικές της ψυχολογικές θεωρίες και μεθόδους, ισχυρίστηκε πως οι γυναίκες τείνουν να συνυπολογίζουν τον υποκειμενικό, προσωπικό παράγοντα στη διαμόρφωση της ηθικής τους στάσης, πολύ περισσότερο από του άνδρες.1 Η Christine Delphy, χρησιμοποιώντας  όρους οικονομικής θεωρίας, ανέδειξε τις σαφείς, πλην αγνοημένες - ή, μάλλον, σκόπιμα διαστρεβλωμένες από την επίσημη θεωρία- οικονομικές παραμέτρους του ιδιωτικού χώρου καθώς και τις σχέσεις εκμετάλλευσης που τις διατρέχουν.2 Οι φεμινίστριες επιστημολόγοι προσπαθούν εναγωνίως να αποσυνδέσουν την έννοια της «γνώσης» από τα παντοδύναμα δόγματα της «αντικειμενικότητας», της «ουδετερότητας», της «γενικότητας», του «αποδείξιμου » και να εντάξουν στο χώρο του επιστημονικού - και άρα του ενδιαφέροντος, του συζητήσιμου, του σημαντικού- το βίωμα, την προσωπική στάση, την υποκειμενική άποψη, με όλο το σεβασμό στην  ιστορικότητα του υποκειμένου που αυτή προϋποθέτει.3 Ακόμη, με τρόπο διαφορετικό, νομικοί και κοινωνιολόγοι έχουν αναδείξει το χώρο του προσωπικού σε πεδίο μιας ιδιάζουσας εγκληματικότητας, παρουσιάζοντας με έρευνες και στατιστικές αυτά που είναι πια γνωστά ως σεξουαλική παρενόχληση, οικιακή βία και κακοποίηση και την τεράστια ανδρική υπεροχή σε αυτά.4



Βεβαίως το καθένα από τα παραδείγματά μου μιλά για πράγματα που δεν έχουν απασχολήσει μόνο τη φεμινιστική βιβλιογραφία και πολιτική. Ειπωμένο αλλιώς: Δεν είναι μόνο από φεμινιστικές πηγές διατυπωμένο το αίτημα και η δυνατότητα ένταξης του προσωπικού στο επιστημονικό και στο πολιτικό. Αυτό όμως που προσπαθώ να δείξω είναι το εύρος των σημείων σύνδεσης του γυναικείου ενδιαφέροντος με το χώρο του προσωπικού φαίνεται να είναι τέτοιο που μας επιβάλλει να δούμε ανάμεσά τους έναν ιδιαίτερο  τρόπο σύνδεσης, έναν τρόπο που έχει τη διάσταση του αναπόσπαστου. Αν σε άλλους θεωρητικούς ή πολιτικούς χώρους η σύνδεση αυτή κατέχει τη θέση του ευκταίου, της ουτοπίας, για το φεμινισμό η σύνδεση με το προσωπικό αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση.



Μια  προϋπόθεση που ορίζεται και από την απλοϊκότερη ακόμη ιστορική αναδρομή, αυτή που μας λέει πως τουλάχιστον από την Αρχαία Ελλάδα κι εδώ οι γυναίκες  ήταν εγγεγραμμένες στο χώρο αυτό. Αυτό που αρχικά διατυπώθηκε από τις φεμινίστριες συγγραφείς ως διαχωρισμός του δημόσιου από το ιδιωτικό, συνδυασμένο με την ταυτόχρονη  υποτίμηση - περιθωριοποίηση του ιδιωτικού και των πρωταγωνιστών του, δηλαδή των γυναικών. Περιθωριοποίηση που μπορούμε πια να ξέρουμε πως δεν είναι μονάχα χωρική - πρακτική, και άρα δεν αναιρείται μόνο με  την παροχή ελεύθερης εισόδου των γυναικών στον δημόσιο χώρο, πράγμα που έτσι κι αλλιώς, ακόμη και στο βαθμό που έχει ήδη πραγματοποιηθεί, δεν έδειξε να συνοδεύεται από την απεμπλοκή των γυναικών από την παλιά προίκα.


Αυτό βεβαίως είναι πολύ φυσικό: Ο χώρος του ιδιωτικού, ο χώρος των προσωπικών σχέσεων, συνεχίζει να είναι εκεί. Συνεχίζει  να είναι αναγκαίος και χρειάζεται φροντίδα. Το γεγονός ότι η επίσημη δυτική σκέψη, κατεξοχήν εκφρασμένη από δημόσιους άνδρες, τον έχει εμφανίσει ως ανύπαρκτο ή μηδαμινό, αγνοώντας τον στο σύνολό του ή απλά θεωρώντας τον ως αυτονόητο, ως εκ φύσεως δεδομένο, δεν δείχνει ότι έτσι πράγματι είναι. Το μόνο που δείχνει είναι η πραγματική απόσταση που οι άνδρες έχουν ή μάλλον προσπαθούν -οφείλουν- να έχουν από αυτόν. Και δείχνει και κάτι ακόμα: Αυτό στο οποίο έχουν αφιερώσει τη δουλειά  τους πολλές γυναίκες τα τελευταία χρόνια, κυρίως γυναίκες που διέθεταν τα ψυχαναλυτικά εργαλεία που προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα. Το γεγονός δηλαδή ότι αυτό που αρχικά φαινόταν ως μια απλή χωρική - οικονομική διάκριση  είναι ταυτόχρονα και κυρίως μια διάκριση ιδεολογική, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται και ιδιαίτερα την ψυχική εγγραφή  των γυναικών στο ιδιωτικό, στο προσωπικό, στον ιδιαίτερο συγκεκριμένο χώρο, παράλληλα με την αντίστοιχη ψυχική εγγραφή των ανδρών στο δημόσιο· στο γενικό, στο αφηρημένο ιδεώδες. Μια διάκριση  συνεπώς που συνεχίζει να λειτουργεί ακόμη και όταν οι χωρικές, οικονομικές και πολιτικές παράμετροι εκλείπουν : Η διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν μια ψυχική δομή εστιασμένη να  ανταποκρίνεται στις λειτουργίες του προσωπικού και σε άλλους που λειτουργούν ως εάν η ζωή των ανθρώπων στο σύνολό της να ακολουθεί αποκλειστικά τους κανόνες του δημόσιου χώρου.



 Και εδώ, θα ήθελα να μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα μιας φιλικής συζήτησης, όπου ακούστηκε το παρακάτω επιχείρημα: «Μα δεν είναι σαφές ότι το σημείο αιχμής κάθε φεμινισμού είναι η ισότητα;». Πρόταση που βεβαίως ακούγεται καθόλα νομότυπη, αλλά που εμφανίστηκε μέσα σε μια συζήτηση που αφορούσε θέματα προσωπικών σχέσεων και το ακριβές νόημα το οποίο περιείχε ήταν το εξής: «Αν όσο δικαίωμα έχει ένας άνδρας να έχει δύο ή τρία ή εκατό αυτοκίνητα άλλο τόσο έχει και μία γυναίκα, τότε βεβαίως δεν υπάρχει πρόβλημα ανισότητας. Με τον ίδιο τρόπο, αν κάποιος/α επιθυμεί να έχει δύο ή τρεις ή εκατό ερωτικές σχέσεις ταυτόχρονα, αλλά παραχωρεί το αντίστοιχο δικαίωμα στο/στη σύντροφό του, η ισότητα και πάλι διασφαλίζεται, και συνεπώς κανένας φεμινισμός δεν έχει τίποτα να αντιτάξει». Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση αποτελεί μια εύγλωττη παρουσίαση του κεντρικού προβλήματος που εξετάζω εδώ



 Το πρώτο πράγμα που θέλω να σημειώσω είναι η ευκολία με την  οποία η λογική των
 δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, λογική ισοπολιτείας, σαφώς αναγόμενη και ιστορικά
 και φιλοσοφικά στον απόλυτα συνειδητό και αυτοελεγχόμενο δημόσιο άνθρωπο χρειαζόταν η νεοσύστατη αστική κοινωνία του Ρουσώ και πρόσφερε απλόχερα η άκρατα
 νοοκρατική φιλοσοφία του Καντ, διεκδικεί να εφαρμοστεί στο χώρο των προσωπικών σχέσεων, που, όπως επιτέλους έχουμε τη δυνατότητα να λέμε και να εξηγούμε, προϋποθέτουν και επιβάλλουν μια πρακτική - ένα λόγο - εντελώς διαφορετικό: Είναι θέμα δικαιώματος ή υποχρέωσης η αγάπη; Ή η φροντίδα; Ή ο πόνος; Πιστεύω πως κάθε παραπάνω θεωρητική  ανάλυση είναι σχεδόν περιττή. Οι λέξεις από μόνες τους δείχνουν το ασυνταίριαστο ανάμεσά τους: Ο χώρος των προσωπικών σχέσεων μπορεί να συζητιέται με όρους επάρκειας, καταλληλότητας, αντοχής, καλλιέργειας, όχι με όρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αυτοί είναι κατάλληλοι μόνο για να ορίζουν τα όριά του: αρχίζουν εκεί που τελειώνει αυτός και τελειώνουν εκεί που αυτός αρχίζει.



Το δεύτερο σημείο από τη συζήτηση που ανέφερα παραπάνω, το οποίο θέλω να επισημάνω, είναι ο τρόπος με τον οποίο μια συγκεκριμένη αντίληψη περί φεμινισμού- «μα τι άλλο μπορεί να είναι ο κάθε φεμινισμός, εκτός από αίτημα ισότητας;»- μπορεί να λειτουργεί σαν άλλου για την ακύρωση ενός αιτήματος που εγώ θεωρώ, για τους λόγους που προσπάθησα να σκιαγραφήσω, κατεξοχήν γυναικείο και συνεπώς κατεξοχήν φεμινιστικό: Το αίτημα αποπεριθωριοποίησης του προσωπικού με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Η αντίφαση αυτή, λοιπόν, αποτελεί την κύρια στόχευση αυτού του κειμένου: δηλαδή η φαινομενική, τουλάχιστον, θεωρητική αντιπαλότητα - που όμως έχει πολύ απτές πρακτικές επιπτώσεις - ανάμεσα σε δυο ειδών φεμινισμούς: αυτόν που θεωρεί σημείο αιχμής του το θέμα της ισότητας (αυτό που στον τίτλο μου αντιπροσωπεύεται από τα « δικαιώματα των γυναικών») και εκείνον που εστιάζει στην πολιτισμική αποπεριθωριοποίηση του «γυναικείου».


                    

 Από εδώ και πέρα, όμως, θα είμαι πιο αυστηρή με τους όρους μου: Το «γυναικείο» δεν ταυτίζεται με τις «γυναίκες». Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται σε μια ασυμβατότητα πλαισίου: Οι «γυναίκες» ως έννοια ανάγονται στη συμπαγή ανατομική και πολιτική ταυτότητα που επιβάλλει και επιτρέπει ο Διαφωτισμός με τη θεμελιώδη του ανάγκη αυστηρών κατατάξεων και οριοθετήσεων. Αντίθετα το «γυναικείο» μπορεί να αποκτά νόημα μόνο μέσα στις θεωρίες αποδόμησης: Δεν ταυτίζεται με την ανατομική διαφορά ούτε με τον κοινωνικό ρόλο. Σημαίνει  το ιδιαίτερο εκείνο κοινωνικά κατασκευασμένο στοιχείο που έχει ιδεολογικά συνδεθεί με την ανατομική διαφορά και ως τέτοιο εμφανίζεται παραγωγικά τόσο στην ψυχική δομή των υποκειμένων όσο και στις διάφορες ιδεολογίες. Θα μπορούσε να είναι η «γυναικεία ψυχή στάση» όπως θα έλεγαν οι κοινωνιολόγοι. Και είναι νομίζω, και τα δύο ταυτόχρονα, στο βαθμό που το ένα παράγει το άλλο. Και τα δύο αναπαράγονται με την υποκειμενοποίηση των ιδεολογιών.



Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η διάκριση ανάμεσα στις «γυναίκες» και στο «γυναικείο» σημαίνει μια σαφή διάκριση θεωρητικού πλαισίου με όλες τις μεταβολές και μεταθέσεις στα σημεία έμφασης που αυτό συνεπάγεται. Αλλιώς σημαίνει τη διάκριση δύο διαφορετικών φεμινισμών, ή καλύτερα δύο διαφορετικών φεμινιστικών τάσεων, που νομίζω πως δεν είναι  κατανάγκην αντιφατικές. Μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν, αρκεί η καθεμιά να αναγνωρίζει τόσο τα όρια τα δικά της, όσο και τις δυνατότητες της άλλης. Σε αυτή την κατεύθυνση ελπίζει να συνεισφέρει αυτό το κείμενο, όχι εκθέτοντας απόψεις υπέρ της μιας ή της άλλης τάσης, αλλά προσπαθώντας να διαλευκάνει το σημείο σύγχυσης ανάμεσά τους, το οποίο όσο παραμένει συγκεχυμένο, φοβούμαι πως λειτουργεί σε βάρος και των δύο.
 Η Bat-Ami Bar On γράφει:

« Όμως το κοινωνικοπολιτικό απελευθερωτικό πρόγραμμα του Διαφωτισμού δεν είναι το μόνο στο οποίο εμπλέκονται οι φεμινίστριες.  Τουλάχιστον στη δύση, οι φεμινίστριες επίσης εμπλέκονται στο μεταμοντέρνο, που είναι ένας από τους συντελεστές αυτού που ονόμασα παραπάνω νέο - ρομαντική υποκειμενικότητα. Η κατασκευή αυτής της υποκειμενικότητας είναι ένα πρόγραμμα που, όπως και ο ρομαντισμός, απαντά στον Διαφωτισμό εμφαίνοντας αυτά που εκείνος αποδυνάμωσε, όπως το συναισθηματισμό και το εξωλογικό (irrational), προσπαθώντας να βρει λύσεις στα προβλήματα που δημιούργησε ο Διαφωτισμός, με τον μηχανικό ορθολογισμό, τις ελιτίστικες (exclusionary) πρακτικές και τους τρόπους καθυπόταξης».5
 Η λέξη μεταμοντέρνο είναι ποικιλότροπα φορτισμένη και δεν προτίθεμαι εδώ να συζητήσω την καταλληλότητά της. Με ενδιαφέρει αυτό το στοιχείο που οπωσδήποτε μέχρι και στον πιο κατεργασμένο Μαρξισμό είναι ανύπαρκτο: Η δυνατότητα πρόσβασης στο χώρο του προσωπικού με τρόπο που να μην αγνοεί, αλλά να ενισχύει την ιστορική  θεώρηση της υποκειμενικότητας. Αυτή η δυνατότητα δίνεται μόνο μετά την σύνδεση των μεγάλων θεωριών της κοινωνικής κριτικής με την ψυχανάλυση, η οποία έγινε εφικτή με τις θεωρίες της αποδόμησης και αξιοποιήθηκε σημαντικά προς όφελος του γυναικείου ζητήματος από τις γαλλίδες ψυχαναλύτριες, την Kristeva, την Irigaray και τη Cixous, αλλά όχι μόνον. Σύνδεση που επιτέλους μας έδωσε την δυνατότητα να μιλάμε, ή μάλλον να μπορέσουμε  να ακούσουμε αυτό για το οποίο μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν μιλούσε κανείς, όχι βεβαίως γιατί δεν υπήρχε, αλλά γιατί ακριβώς η δική του σιωπή επέτρεπε σε όλους τους άλλους λόγους  να εμφανίζονται ως πλήρεις και αυτάρκεις.


 Ένας από αυτούς τους λόγους είναι εκείνος ο περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων: Το νεωτερικό αίτημα περί ορίων, που είναι αξιοσέβαστο και χρήσιμο, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Αλλά εξίσου αξιοσέβαστο και υπαρκτό είναι και εκείνο που λειτουργεί μεταξύ και εντός των ορίων: Εκείνο που αποτελεί θεμέλιο κα περιθώριό τους  και ως εκ τούτου δεν μπορεί να μιλήσει με τους δικούς τους όρους. Υπάρχουν πάντα δύο. « Tous les deux» γράφει η Cixous. « Κάθε φορά υπάρχουν δύο στον κόσμο», τονίζει προλογίζοντάς την ο Derrida.6 Τι έχει να πει γι’ αυτούς τους δύο η οποιαδήποτε θεωρία περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων; Τίποτα άλλο πέραν του να προσδιορίσει τα όριά της: Αυτά που ορίζουν μια σχέση ως μητρική, φιλική, συζυγική, ερωτική, διδακτική, επαγγελματική, ή ότι άλλο. Αλλά, εντός και εκτός αυτών των ορίων υπάρχει μια σχέση που λειτουργεί. Υπάρχουν συγκρουόμενες ή συγκλίνουσες δυναμικές, κατώφλια και μεταλλάξεις, αιτήματα και δυνατότητες, κατακτήσεις και ενοχές, προσεγγίσεις και αποστασιοποιήσεις, αγωνίες και ικανοποιήσεις. Υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο ένασχόλησης, γνώσης και μόχθου, το οποίο έχοντας αφεθεί επί αιώνες στις γυναίκες έχει σχεδόν γίνει ένα με αυτές, έχει εγγραφεί στα σώματά τους, έχει ταυτιστεί με αυτές στις ανδρικές φαντασιώσεις, κι έχει απωθηθεί μαζί με αυτές  στα περιθώρια κάθε «επίσημης συζήτησης και πρακτικής. Ένα πεδίο ενασχόλησης- το « γυναικείο»- που ενώ αφορά και υποστηρίζει τη ζωή όλων, έχει σιωπηλά εναποτεθεί στις γυναίκες κυρίως να κουβαλούν το βάρος του και να βουλιάζουν μαζί του. Και ενώ βρίσκεται στις ρίζες κάθε συνειδητής κάθε δημόσιας δραστηριότητας, έχει ιστορικά καταδικαστεί στην απώθηση και στο περιθώριο. Ενώ απαιτεί τη σκληρότερη και πιο ριψοκίνδυνη προσπάθεια- «The labour of  love» λέει η Cixous7-, η επίσημη δυτική σκέψη το έχει θεωρήσει αυτόματο, δευτερεύον, δεδομένο.



 Η ανάδειξη λοιπόν αυτού του πεδίου, η μελέτη, η υποστασιοποίησή του, η δυνατότητά του να μιλήσει με τους δικούς του όρους, να θέσει τους δικούς του όρους, δίνεται για πρώτη φορά με τις θεωρίες της αποδόμησης και με τις αναλυτικές πρακτικές που αυτές επιτρέπουν, και οι οποίες ακριβώς για το λόγο αυτό είναι και πολιτικά και θεωρητικά αναγκαίες για τον σύγχρονο φεμινισμό, δεδομένου ότι προσφέρουν τους όρους της ουσιαστικής ανατροπής των ιδεολογικών στεγανών που ως τώρα αναπαράγουν σταθερά την περιθωριοποίηση του « γυναικείου». Αλλά, ταυτόχρονα, και στο βαθμό που η τρέχουσα πολιτική επιβάλλει τις δικές της αναγκαιότητες, το παλιό αίτημα των δικαιωμάτων και η συλλογιστική που  το στηρίζει δεν μπορούν να θεωρηθούν παρελθόν.



Τα δυο προγράμματα οφείλουν να συνυπάρξουν. Γίνεται αυτό; Νομίζω πως ναι, αρκεί, όπως είπα παραπάνω, το καθένα να μπορεί να αναγνωρίζει την αναγκαιότητα του άλλου.

 Η κύρια παρατήρηση στην οποία στηρίχτηκα ήταν η αναπόφευκτη σύνδεση του
«γυναικείου» με το προσωπικό. Ισχυρίστηκα πως αυτή αποτελεί και αναγκαία ιστορική παρακαταθήκη, αλλά και σαφές γυναικείο αίτημα. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει η άλλη φεμινιστική τάση που χρονολογικά σαφώς προηγείται: εκείνη της προσπάθειας για
την ισότιμη ένταξη των γυναικών στον δημόσιο χώρο. Μια προσπάθεια που δεν μπορεί
παρά να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη λογική και τους όρους του Διαφωτισμού: την έμφαση στο αίτημα των ίσων δικαιωμάτων. Αλλά που παράλληλα οφείλει να αναγνωρίζει ανά πάσα στιγμή πως αυτό το αίτημα δεν μπορεί πια να θεωρείται ούτε μοναδικό, αλλά ούτε και το  κατεξοχήν γυναικείο.    
                         

 Η είσοδος των γυναικών στο δημόσιο ξέρουμε πλέον καλά πως δεν μπορεί να σημαίνει
 την αυτόματη απεμπλοκή τους από τον ιστορικά καταγραμμένο σε αυτές ιδιωτικό χώρο, τουλάχιστον όχι προτού μπορέσουν και κάποιοι άλλοι να επιφορτιστούν με αυτόν, να τον μοιραστούν. Αλλιώς βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει: στην προσπάθεια ακύρωσής του. Προσπάθεια ανυπόστατη, και γιατί δεν γίνεται και γιατί δεν πρέπει να γίνει. Ο χώρος του προσωπικού, ο χώρος ο κατεξοχήν γυναικείος μέχρι τώρα, δεν είναι ακυρώσιμος. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει να είναι βάρος σε αυτούς που ως τώρα έχουν επιφορτιστεί με αυτόν, είναι να σταματήσει να είναι περιθωριακός. Και ο μόνος τρόπος για να σταματήσει να είναι περιθωριακός είναι να αναδειχτεί σε αυτό που πράγματι είναι.



Αυτό το εγχείρημα δεν μπορεί να το αναλάβει η ορολογία του  Διαφωτισμού. Απαιτεί την ανάπτυξη ενός άλλου λόγου· κατάλληλου να εκφράσει αυτό που έχει μείνει ανέκφραστο· να μιλήσει εκ μέρους αυτού που έχει μείνει σιωπηλό· να φέρει μέσα στο λόγο αυτό που επί αιώνες έχει μείνει στο περιθώριό του και που εγώ εδώ αναγκάζομαι να περιγράφω με αυτές τις περίεργες λέξεις: να αποκαλώ προσωπικό αυτό που είναι κατεξοχήν διαπροσωπικό· αυτό που είναι θεμέλιο κάθε κοινωνικότητας. Να αποκαλώ ιδιωτικό αυτό που είναι κατεξοχήν ιστορικό και το σημείο εκκίνησης και επιστροφής κάθε συλλογικότητας. Και να αποκαλώ  «γυναικείο» αυτό που θα έπρεπε να είναι το κατεξοχήν «ανθρώπινο»∙ αίτημα, δικαίωμα και υποχρέωση ταυτόχρονα : η ποιότητα μιας συνολικής και όχι διασπασμένης, κερματισμένης ζωής



Τα δικαιώματα, ναι, δεν θα έπρεπε να έχουν φύλο. Όμως επίσης δεν θα έπρεπε να έχει φύλο το «γυναικείο». Θα έπρεπε να είναι εξίσου ανθρώπινο με το «ανδρικό». Και ο στόχος αυτής εδώ της παρέμβασης είναι να υπενθυμίσει πως ο πρώτος στόχος δεν επαρκεί· είναι  καλός, αλλά μονάχα στο βαθμό που δεν ακυρώνει, δεν παρακάμπτει τον δεύτερο. Αλλιώς
                   είναι μονάχα άλλοθι για την παγίωση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.

                    


 
Τόνια Παντελαίου, 1996


Γράφτηκε το 1996, ως ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο  «Το φύλο των δικαιωμάτων» που οργανώθηκε από το Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα.

Έχει δημοσιευτεί στην έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, το 1999





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



1. Gilligan C., In a different voice: Psychological Theory and Women, HarvardUniversity Press, Cambridge 1982.

 2. Delphy C., Close to home: A materialist analysis of women’s oppression, Hutchinson, 1970·  Delphy C., Leonard D., Familiar exploitation, Polity Press, Cambridge 1992.
3. Garry A., Pearsall M. (
επιμ.), Women, Knowledge and Reality : Explorations in Feminist Philosophy, Routledge, London 1992· Alcoff L., Potter E.(επιμ.), Feminist Epistemologies, Routledge, London 1993.

4. Dobash R., Dobash R., Violence against Wives, Open Books, 1980 - Kelly L., Surviving Sexual Violence, Polity Press,1998.

5. Bat-Amir Bar on, « Marginality and epistemic privilege » στο L. Alcoff, E. P. (επιμ.), Feminist Epistemologies, ό.π.
 6. «
All two of them: Tous les deux…Each time there’s two in the world», Derrida J. «Foreword» στο S. Sellers ( επιμ.), Helene Cixous Reader, Routledge, London 1994.

7. « You are asking us to perform the labour of love, to put up with numbers, your weight, your class indifference », Cixous H., «Indiana or the India of their dreams », στο ίδιο, σ. 161.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου